- ἐμβόλιμοι
- ἐμβόλιμοςintercalatedmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμβόλιμος — ή, ο (AM ἐμβόλιμος, ον) 1. αυτός που παρεμβάλλεται ή έχει παρεμβληθεί, τοποθετηθεί κατ εξαίρεση μέσα σε κανονική σειρά (α. «εμβόλιμη συνεδρία» β. «εμβόλιμη ημέρα» η 29η Φεβρουαρίου στα δίσεκτα έτη) 2. φρ. «εμβόλιμοι στίχοι», «ἐμβόλιμα ἔπη»… … Dictionary of Greek
EMBOLIS — et Embolum, Graecis Ε᾿μβολισμὸς, additio, additamentum; proprie quod Epistolae iam scriptae additur, vel quod extra praecipuum eius argumentum ad calcem reicitur, in Ep. Pauli Pontif. ad Pipin. Regem Chartam insertitiam vocant Centuriatores… … Hofmann J. Lexicon universale
ημερολόγιο — Σύστημα μέτρησης του χρόνου σε ορισμένες περιόδους (έτη, μήνες, εβδομάδες και ημέρες). Η αρχή των αρχαιότερων συστημάτων για τον υπολογισμό του χρόνου συνδέεται, σύμφωνα με τις πιο έγκυρες γνώμες, με την ανάπτυξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας … Dictionary of Greek
Μέτων — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος αστρονόμος, γεωμέτρης και μηχανικός. Ήταν ο εισηγητής της περίφημης μεταρρύθμισης του ελληνικού ημερολόγιου (433 π.Χ.) που βασιζόταν σε έναν σεληνοηλιακό κύκλο 19 ετών (εννεακαιδεκαετηρίδα). Ξεκινώντας από τη διαπίστωση… … Dictionary of Greek